ἄβη

ἄβη
ἄ̱βη , ἀβάω
attain
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀβάω
attain
pres imperat act 2nd sg (doric)
ἄ̱βη , ἀβάω
attain
imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
ἀβάω
attain
pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
ἀβάω
attain
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅβη — ἅ̱βη , ἅπτω fasten aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἅπτω fasten aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἅ̱βη , ἥβη youthful prime fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅβῃ — ἅ̱βῃ , ἥβη youthful prime fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανάβι — και καν(ν)άβι, το 1. δημώδης ονομασία τού φυτού κάν(ν)αβη* 2. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις με μεταπλασμό σε ουδ. κατά τα δάμαλις > δαμάλι] …   Dictionary of Greek

  • Unification (computer science) — Unification, in computer science and logic, is an algorithmic process by which one attempts to solve the satisfiability problem. The goal of unification is to find a substitution which demonstrates that two seemingly different terms are in fact… …   Wikipedia

  • αλικάκαβον — το Βoτ. έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το είδος Physales alkekengi τής οικογένειας τών Σολανιδών. Ο Διοσκορίδης ονομάζει έτσι το είδος Withania somnifera τής ίδιας οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη με αμφίβολη ορθογραφία, πρβλ. τον τ. πληθυντ. αριθμού …   Dictionary of Greek

  • κάναβη — και κάνναβη και κάν(ν)αβις η, σπαν. το (AM κάναβις και κάνναβις, εως) 1. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας καν(ν)αβινίδες με ένα μόνο είδος 2. συνεκδ. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής… …   Dictionary of Greek

  • κάναβος — ο (Α κάναβος και κάνναβος) νεοελλ. (τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους… …   Dictionary of Greek

  • καμβάς — ο 1. χοντρό ύφασμα από κανάβι ή λινάρι ή βαμβάκι ή μετάξι, πολύ αραιά πλεγμένο και δικτυωτό, που είναι κατάλληλο για κεντήματα, δαντέλες, τάπητες κ.λπ. 2. μτφ. (για λογοτεχνικό ή θεατρικό κ.λπ. έργο) η πλοκή, ο μύθος, η υπόθεση τού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… …   Dictionary of Greek

  • κανάβιον — και καννάβιον / κανάβιον και καννάβιον, τὸ (Α) η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δάμαλις δαμάλι(ον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”